- ψυχοβιολογία
- ηη επιστήμη που ασχολείται με την έρευνα των ζωικών φαινομένων των φυτών σύμφωνα με τις απόψεις της θεωρίας του ψυχοβιολογισμού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψυχοβιολογία — η, Ν ψυχιατρική σχολή που θεμελίωσε ο Ελβετοαμερικανός ψυχίατρος Άντολφ Μάγιερ και η οποία θεωρεί τον άνθρωπο ως πλήρως ενιαία, από ψυχολογική και βιολογική άποψη, οντότητα, αλλ. βιοψυχολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. psychobiology… … Dictionary of Greek
ψυχοβιολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοβιολογία ή στον ψυχοβιολογισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχοβιολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
έλλαμψη — η (AM ἔλλαμψις) 1. ακτινοβολία, λάμψη 2. ενθουσιασμός, έκσταση νεοελλ. στη μεταφυσική ψυχοβιολογία η απόκτηση υπερανθρώπινων ιδιοτήτων μσν. ακτινοβολία θερμότητας … Dictionary of Greek
ψυχοβιολογισμός — ο, Ν (φιλοσ.) παλαιά θεωρία κατά την οποία τα φυτά έχουν ψυχή και οι ζωικές λειτουργίες τους διαφέρουν από τις λειτουργίες τών οργανισμών τών ζώων μόνον στον βαθμό πολυπλοκότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχοβιολογία + ισμός*] … Dictionary of Greek
ψυχοβιολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοβιολογία ή στον ψυχοβιολογισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχοβιολόγος — ο, η αυτός που ασχολείται με την ψυχοβιολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)